λοιγολαμπής

λοιγολαμπής
λοιγολαμπής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει καταστρεπτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιγός (I) + -λαμπής (< λάμπω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λοιγολαμπής — balefully gleaming masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιγός — (I) λοιγός, οῡ, ὁ (Α) καταστροφή από νόσο ή όλεθρος σε πόλεμο («ἡμῑν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῡναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leig , η οποία είχε και πρόθημα *o leig . Συνδέεται με το λιθουαν. liegti «ασθενώ». Τη μηδενισμένη μορφή της ρίζας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”